- αφθαρσία
- ητο να είναι κανείς άφθαρτος, ακατάλυτος: Αξίωμα της φυσικής επιστήμης είναι η αφθαρσία της ύλης και της ενέρνειας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀφθαρσία — ἀφθαρσίᾱ , ἀφθαρσία incorruption fem nom/voc/acc dual ἀφθαρσίᾱ , ἀφθαρσία incorruption fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθαρσίᾳ — ἀφθαρσίαι , ἀφθαρσία incorruption fem nom/voc pl ἀφθαρσίᾱͅ , ἀφθαρσία incorruption fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφθαρσία — η (AM ἀφθαρσία) [άφθαρτος] το να μην υπόκειται κάποιος ή κάτι σε φθορά, η αθανασία, η αιωνιότητα νεοελλ. φρ. «βρίσκομαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας» βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση αρχ. ακεραιότητα, αγνότητα, καθαρότητα … Dictionary of Greek
ἀφθαρσίας — ἀφθαρσίᾱς , ἀφθαρσία incorruption fem acc pl ἀφθαρσίᾱς , ἀφθαρσία incorruption fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθαρσίαι — ἀφθαρσία incorruption fem nom/voc pl ἀφθαρσίᾱͅ , ἀφθαρσία incorruption fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθαρσίαν — ἀφθαρσίᾱν , ἀφθαρσία incorruption fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναφθαρσία — ἡ, Μ [ἀφθαρσία] ταυτόχρονη ή παρόμοια αφθαρσία … Dictionary of Greek
Äon (Theologie) — Der Begriff Äon stammt vom Griechischen ὁ αἰών (ho aión, aus archaischem Griechisch ὁ αἰϝών; aiwón)) und kann, je nach Zusammenhang, in dem das Wort steht, Lebenszeit, Leben, Generation, Zeit, Zeitdauer, Zeitraum und Ewigkeit bedeuten[1]. Im… … Deutsch Wikipedia
нетьлѣниѥ — НЕТЬЛѢНИ|Ѥ (43), ˫А с. Вечность; бессмертие: не крьщени˫а ради приѥмлѥть. нетьлѣниѥ б҃жьствьноѥ одѣниѥ вѣрьныихъ. нъ мл҃твою и дѣлъмь. (ἄφϑαρτον) КЕ XII, 260б; и своѥго ради причѧщени˫а. на нетьлѣниѥ чл҃вкы прѣтворьшаго. УСт XII/XIII, 204; ˫адъ и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek